Δεν χρειάζεται τίτλο
Δεν θυμόταν πως κατέληξαν εκεί. Την τελευταία φορά που θυμόταν τον εαυτό του ήταν σε ένα μαγαζί κι έπιναν κρασί. Φθηνό καλό κρασί, και με την κατάλληλη παρέα, έδενε τέλεια. Είχαν κάτσει εκεί αρκετή ώρα, όλη τους η παρέα έπινε και περνούσε όπως αυτοί στις ταινίες, που κοιτάς τα πρόσωπά τους και νομίζεις πως ξέρουν το νόημα της ζωής και το μοιράζονται μεταξύ τους. Νωρίτερα, ήταν στην παραλία, σε ένα από αυτά τα μαγαζιά, που δεν πρεσβεύουν τίποτα και ο κόσμος πατά μόνο και μόνο για να καπηλευτεί κι αυτός τη δημόσια περιουσία. Εκεί ακούγονταν όλοι έξυπνοι, εντάξει και κυρίαρχοι του εαυτού τους. Γύρισε στην πραγματικότητα, συνέχισε να πίνει την μπίρα του, αυτή ήξερε πως είχε καταλήξει εκεί. Είσαι πολύ μαλάκας , αναφώνησε, η αλήθεια είναι ότι παρότι δεν είχε ιδέα για το τι γινόταν, αυτό τον εξέφραζε. Όλοι τους ήταν μαλάκες. Νόμιζε ότι είχε κάτι να πει, να το ακούσουν οι άλλοι και τότε απότομα έγινε συνέβησαν τα πάντα. Ξαφνικά, ο τρόμος του, ήρθε και κάθισε δίπλα του, όλοι, απότομα, βίαια, του έδειξαν πόσο δεν ενδιαφέρονταν για το ει είχε να πει. Μάλλον έφταιγε το ποτό, αλλά σπάνια η αλήθεια εκφράζεται τόσο εκούσια. Το κατάλαβε, δεν έφταιγαν αυτοί, αλλά εκείνος. Το να θέλεις να πεις κάτι δεν σημαίνει πως και ο άλλο το θέλει. Το ήξερε ότι αυτός έφταιγε , γιατί άκουγε, πιστεύοντας πως και οι άλλοι θέλουν να ακούσουν να πουν. Μαλακιές, λίγοι το θέλουν. Είναι πολύ πιο εύκολο να μην μιλάς, ξέρεις κανείς δεν σε κρίνει. Όσο δεν μιλάς , δεν κάνεις λάθος, όσο δεν ακούς κανείς δεν σε επηρεάζει, η αλήθεια σου μένει ανέπαφη. Τον διαπερνούσαν ρίγη, όχι όμως σαν κι αυτά που νιώθει ένας πατριωτίσκος όταν ακούει τον εθνικό ύμνο, αλλά όπως αυτά που νιώθει ένα παιδί που το στέλνουν στην πρώτη γραμμή. Ένιωθε κάτι να πεθαίνει μέσα του. Άρχισε να γίνεται κακός, με όλους, ξέρεις δεν ήταν μαλάκες, ήταν πεθαμένοι. Έφυγε περπατώντας, κατάλαβε πως η μπίρα του, είχε τελειώσει, πέρασε από το περίπτερο και πήρε μία ακόμη κι ένα πακέτο τσιγάρα. Περπάτησε μέχρι το μόλο, άναψε ένα τσιγάρο, άρχισε να πίνει την μπίρα του. Άρχισε να συλλογίζεται τι μόλις είχε γίνει. Μετά από λίγο άκουσε βήματα , ήταν οι τύποι. Σόρι είπε ένας, εντάξει δεν πειράζει, απάντησε. Δεν είχε νόημα να κάτσει να εξηγήσει τίποτα. Δεν του άρεσε να μιλά με ανθρώπους που επέλεγαν πότε θα τον ακούσουν, άλλωστε ήταν ένας από αυτούς.
Από έναν διόλου κυνικό τύπο!