ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ
Βαρετή διαδρομή, από αυτές που θέλεις να σε πάρει ο ύπνος, αλλά από το φόβο του να χάσεις τη στάση σου το αποφεύγεις. Τα μάτια του τον πίεζαν να τα κλείσει, όμως αυτός δεν θα το άφηνε να συμβεί. Ο καιρός μουντός , σαν να το ήξερε και να ήθελε να δυσκολέψει κι άλλο την κατάσταση. Το λεωφορείο σταμάτησε, η πόρτα άνοιξε, κόσμος μπήκε, κανένας δεν βγήκε. Μαζί με τον κόσμο μπήκε κι εκείνη. Υπέροχη, μοναδική, μυστηριώδης και κάθε άλλο που περιγράφουν τα μεγάλα ρομάντζα. Όλα πάνω της ήταν τέλεια, ή τουλάχιστον έτσι έμοιαζαν στα μάτια του – που τώρα άρχισαν να μην θέλουν να κλείσουν. Ήθελε να σηκωθεί, να πάει δίπλα της και να της εκμυστηρευτεί τα αισθήματα που ήδη ένιωθε για εκείνη. Το απέφυγε , συνέχισε τνα κάθεται στη θέση του και άλλαξε το τραγούδι που άκουγε. Άρχισε να ξαναπαρακολουθεί τη διαδρομή, την οποία μετά από τόσο καιρό είχε μάθει απ΄έξω. Βασανίζομαι, πόσα λίγα ήξερε αυτός που το έγραφε σ΄ολόκληρη την αθήνα, αν γνώριζε τι ένιωθε αυτή τη στιγμή ίσως να απέφευγε να το γράψει. Το μυαλό του ξαναπήγε στην κοπέλα, ασυναίσθητα γύρισε το κεφάλι του , άρχισε να την ψάχνει με αγωνία μες στο πλήθος, αλλά πουθενά, είχε εξαφανιστεί. Μπερδεύτηκε, το λεωφορείο δεν είχε ξανασταματήσει. Μπάσταρδε , ψιθύρισε , έχω αρχίσει να τα χάνω. Γιατί τον κορόιδευε ο εαυτός του τόσο συχνά, ούτε ο ίδιος μπορούσε να το καταλάβει. Την μία στιγμή η απόλυτη ευφορία, την επόμενη η μίζερη πραγματικότητα . έβλεπε τη ζωή του σαν μία κακή φωτοτυπία, μίας φωτοτυπίας. Ξέρεις μία από αυτές που τα γράμματα είναι ψιλοσβησμένα κι οι φωτογραφίες αχνοφαίνονται. Σαν να ζούσε όλη του τη ζωή σε μία κακή απομίμηση της πραγματικότητας. Άνοιξε την τσάντα του, έπιασε την μπίρα και άρχισε να πίνει, πλέον δεν το ήλεγχε, ήταν η μοναδική του άμυνα σε αυτές τις σκέψεις, πλέον δεν ήξερε αν άξιζε, αν άξιζε τίποτα από όλα αυτά. Το ωραίο ντύσιμο, το καλό κινητό , η «σοβαρή» παιδεία. Άραγε το νιώθουν κι άλλοι αυτό ; μήπως δεν είμαι ο μόνος; Όπως και να έχει όμως, παραμένω μόνος μου. Οι στιγμές σιγής ανάμεσα στα τραγούδια ήταν ο χρόνος που έμενε στο μυαλό του για να μείνει κενό, ανεπηρέαστο. Συνέχισε να πίνει, λίγο πριν φτάσει την είχε ήδη πιει, κιόλας; Αναφώνησε. Τα καλύτερα πράγματα τελειώνουν γρήγορα. Κοιτούσε τους γύρω του και προσπαθούσε να καταλάβει σε τι φωτοτυπίες ζούσαν αυτοί και πόσο πιο καλές από την δική του ήταν. Από το πουθενά μία γυναικεία φωνή του ψιθύρισε, πως όλες είναι ίδιες, πως όλες είναι το ίδιο σκατά, το ίδιο παραμορφωμένες. Γύρισε, ήταν αυτή, δεν ξαφνιάστηκε, η αλήθεια είναι ότι δεν το περίμενε, απλώς το ήλπιζε. Η μόνη διαφορά είναι πως κάποιοι θέλουν κάτι περισσότερο, απλώς δεν τους αρκεί μία ασπρόγκριζη σελίδα. Έφτασε στην στάση του, κατέβηκε, άρχισε να περπατάει, ήταν χαρούμενος, γιατί ήξερε πως τουλάχιστον είναι διαφορετικός, ό,τι και να σήμαινε αυτό.
Α.Γ